αβούρλιστος

αβούρλιστος
-η, -ο [βουρλίζω]
1. αυτός που δεν βουρλίζεται, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε
2. ο μη εξοργισμένος, ο ψύχραιμος
3. αυτός που δεν παραφρόνησε, που δεν έχασε τα λογικά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”